- αεροδίνη
- ηανεμοστρόβιλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροδίνη — η (Μετεωρ.) ατμοσφαιρικό φαινόμενο μικρής κλίμακας χρόνου (διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα ώς λίγα λεπτά) και περιορισμένων διαστάσεων, κατά το οποίο σημειώνεται κατακόρυφη ή κεκλιμένη στροβιλοειδής κίνηση τού ατμοσφαιρικού αέρα είτε κατά τη… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek